ενόλμιος

ενόλμιος
ἐνόλμιος και ἔνολμος, -ον (Α) [όλμος]
αυτός που κάθεται πάνω στον τρίποδα, μαντικός (επίθ. τού Απόλλωνος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”